Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατὰ νόμον

См. также в других словарях:

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • NYCTELIUS — vocatus fuit Bacchus, quod sacra eius noctu fiebant, ῃὺς enim nox est, et τελέω perficio, et sacra peragere etiam significat, unde τελεταὶ pro mysteriis, Anthol. l. 3. Νυκτέλιον, Νόμιον, Νεβρώδεα, Νεβριδόπεπλον. Hinc latex Nyctelius, pro vino,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SAMNIUM — urbs Britanniae, Steph. Strabo l. 4. Ε᾿ν δὲ τῷ Ω᾿κεανῷ φασιν εἶναι νῆσον μικρὰν, οὐ πάνυ πελαγίαν, προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τȏυ Λείγηρος ποταμοῦ. οἰκεῖν δὲ ταύτην, τὰς τῶ Σαμνιτῶν γυν αῖκας, Διονύσῳ κατεχομένας, καὶ ἱλασκομένας τὸν θεὸν τοῦτον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… …   Dictionary of Greek

  • μαμμίδιον — μαμμίδιον, τὸ (Α) [μάμμη] (υποκορ. τού μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῑδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλονικία — και φιλονεικία, η, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. εριστική διάθεση 2. λογομαχία, καβγάς αρχ. (με θετ. σημ.) άμιλλα, συναγωνισμός («ἔστω τούτων... κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φιλονεικία», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • NOMUS — I. NOMUS Praefectura, sive conventus iuridicus apud Aegyptios. Aegyptum enim divisit Sesoosis, sive Sesostris in Nomos triginta sex, quorum 10. Thebaidi, 10. τῷ Delta, et reliqui 16. regionibus intermediis attributi. Singulis Nomis praefecti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 424 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 424 Text Acts, CE, and Paul Date 11th century Script Greek …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»